Ένα διαφορετικό άρθρο...που διαβάσαμε εδώ... χωρίς εικόνες...απλά λέξεις...
Χτες το βράδυ, μπροστά σε μια τράπεζα που καιγόταν με μια απόκοσμη μπλε φλόγα, στεκόταν ένας ηλικιωμένος με τη σημαία στον ώμο και τον έβγαζε φωτογραφίες ο στενότερός του συγγενής. Ίσως να την αναρτήσει πάνω από την τηλεόρασή του, σε φτηνή κορνίζα, με λεζάντα γραμμένη στο χέρι: καιρός να δούμε τις τράπεζες καμένες. Χωρίς να το ξέρει ο κύριος αυτός, υπέγραφε τη διαθήκη θανάτου μιας εικονικής χώρας. Ο κύριος αυτός, που δεν πρόλαβε να ζήσει εθνικά μεγαλεία για να λέει στα εγγόνια του, θα διατηρήσει αυτό το ενθύμιο για να το βλέπουν τα παιδιά του και να λένε: ε, ρε ο παππούς παληκάρι. Τέτοιους λεονταρισμούς μας δίδαξε το θέαμα να εκτιμούμε.
Συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε τα γεγονότα με βάση τις αυστηρές μας πολιτικές και ηθικές αρχές. Να χωρίζουμε την ήρα από το στάρι: αυτός είναι καλός, αυτός είναι ρουφιάνος. Αυτό είναι σωστό, αυτό είναι άσχημο. Ο δρόμος μας μαθαίνει πως τα πράγματα δεν είναι απολύτως έτσι, πως τα γεγονότα και οι άνθρωποι είναι γεμάτοι αντιφάσεις, πως οι καταστάσεις μπορούν να κριθούν και έτσι και αλλιώς.
Συνηθίζουμε να οραματιζόμαστε το διάλογο, τη συλλογική λήψη αποφάσεων, το κίνημα και την αταξική κοινωνία σαν ένα κόσμο ηθικό, όμορφο, αγγελικά πλασμένο. Ακόμα και κείνοι που δεν είναι πολιτικοποιημένοι, έχουν στο νου τους μια ιδεάπολη, ένα ιδανικό τρόπο ύπαρξης όπου όλες οι εντάσεις εξομαλύνονται, όλες οι αντιφάσεις λύνονται, όλοι είναι ευτυχισμένοι.
Στην πραγματικότητα όμως η βία είναι βασικό συστατικό της πολιτικής, της καθημερινής ζωής. Η βία είναι βασικό συστατικό και της συλλογικής λήψης αποφάσεων. Ο κόσμος προτιμά την τηλεόραση και το θέαμα γιατί εκεί βρίσκει την ολοκλήρωση αυτής της επιθυμίας, να είναι όλα καλά, να βγάζουν όλα νόημα, να είναι όλα ζυγισμένα. Να κρατάμε τη βία μέσα στο σπίτι, που όλα έχουν τη θέση τους, όμορφα ταχτοποιημένα από την πατριαρχία, όλοι στις θέσεις τους για το δράμα. Να εξορκίζουμε τη βία κάπου αλλού, εκεί που δε φαίνεται, στα γκέτο των μεταναστών, στα σύνορα, στις παραγκουπόλεις του τρίτου κόσμου. Φωνάζουμε και οδυρόμαστε όποτε η βία αυτή εισβάλλει στη ζωή μας, απρόσμενα, με το έτσι θέλω. Δε φωνάζουμε γιατί δεχτήκαμε βία, φωνάζουμε γιατί δεν είναι τα πράγματα στη θέση τους, ο καλός δε νικά στο τέλος, δεν εμφανίζεται το ιππικό να σώσει την κατάσταση. Στο δρόμο τα πράματα μπερδεύουν, πρέπει να δράσεις για να αλλάξει κάτι, πρέπει να ενώσεις τη φωνή σου με άλλους, να βρεις τρόπο να αρχίσεις ή να σταματήσεις ένα γεγονός. Η δημοκρατία είναι βρώμικο πράμα, πρέπει να λερώσεις τα χέρια σου, δεν είναι κουστουμάκια και εσπρέσο και κλανιές στα έδρανα της βουλής.
Α, τι κρίμα που κάηκε ένα ιστορικό κτήριο της Αθήνας. Ρωτήστε, αυτούς που λυπούνται, ξέρουν που είναι το Αττικόν; ποιά ήταν η τελευταία φορά που πήγανε; είχανε πραγματικά οχτώ και εννιά ευρώ να σκάνε για να βλέπουν την τελευταία παραγωγή του κώλου στο “ομορφότερο σινεμά της Ευρώπης”; Δε λυπάμαι κανένα κτήριο, λυπάμαι τους ανθρώπους με τις χαραμισμένες τους ζωές και τα σφιγμένα δόντια. Αφού, ας το πάρουμε απόφαση, το Αττικόν δεν είχε τίποτα να μας διδάξει παρά το θάνατο, ας πεθάνει και αυτό μαζί με όλα τα μουσεία θανάτου.
Δείτε όμως και πόσα ιστορικά μνημεία αποκτήσαμε: το μαρμαροστρωμένο οδόστρωμα της σταδίου, στο ύψος της Κοραή, τα σχεδόν ισοπεδωμένα κράσπεδα της πανεπιστημίου, είναι τα νέα μνημεία. Ποιός θα περάσει από κει και δε θα νιώσει ανατριχίλα, μετά τις πολύωρες μάχες, στις οποίες χιλιάδες κόσμου κράτησε με το σώμα τις επιθέσεις μιας μίσθαρνης φασιστικής συμμορίας που βασικά ξεκαβλώνει πάνω σε όποιον λάχει, και η οποία έτρεχε πανικόβλητη όταν της τέλειωσαν τα χημικά; Ποιά ήταν η τελευταία φορά που νιώσατε ανατριχίλα στο Αττικόν; όταν είχε αφήσει κάποιος άξεστος ανοιχτή την πόρτα και έμπασε ρεύμα;
Είμαι βέβαιος πως ακόμα και κείνοι που ζορίστηκαν από τις καταστροφές και τα επεισόδια, ακόμα και κείνοι που στενεύτηκαν, αγκομάχησαν, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με την αδυναμία τους, τις αντιφάσεις τους, τις αναστολές και τα συμπλέγματά τους, όλοι εκείνοι, θα ξαναβρεθούν στο δρόμο, λίγο αλλαγμένοι την επόμενη φορά. Αλλά θα ξαναβρεθούν. Γιατί πήραν για άλλη μια φορά αυτή τη γεύση της περιπέτειας, την ιδέα πως όλα παίζονται, αυτής την αίσθηση της βαθιάς συγκίνησης που σε ηλεκτρίζει όταν κάποιο χέρι σε τραβάει μέσα στο χαμό για να σε σώσει, το ρίγος που σε διαπερνά όταν ενώνεις τη φωνή σου με χιλιάδες άλλες ανθρώπινες φωνές.
Ανηφορίζοντας το έρημο πια κέντρο πέρασα από ένα σημείο που κοιμούνται αρκετοί άστεγοι (εκεί κοντά στο “στολίδι της Αθήνας”). Ένας από αυτούς είχε ξυπνήσει και περιεργαζόταν με απορία μια τρέντυ φόρμα που είχε ακόμα πάνω το ταμπελάκι από το κατάστημα: του την είχαν αφήσει πιτσιρικάδες που λεηλάτησαν τα καταστήματα στην Ερμού. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να τη φορέσει και πως. Αξία χρήσης το λένε αυτό.
Κάθεστε και μετράτε τα μηδενικά από τις ζημιές των πολυεθνικών για να μετράτε τη φτώχεια σας. Μετρήστε όμως κάτι άλλο: Πόσα ζευγάρια έκαναν έρωτα χτες βράδυ μετά από πολύ καιρό, ζέχνοντας δακρυγόνο, πόσες φιλίες ξαναδέθηκαν, πόσοι άνθρωποι βρέθηκαν που είχαν να μιλήσουν χρόνια, πόσα βλέμματα πόθου ανταλλάχτηκαν μέσα από γυαλιά του σκι, πάνω από αντιασφυξιογόνες μάσκες; πόσοι άνθρωποι άφησαν να κυλήσει ένα δάκρυ που δεν ήταν από τα χημικά, αλλά από ένα κρυφό πόνο που μόνο χτες βράδυ κατάφερε να βρει μια διέξοδο; Αυτόν τον πλούτο που μαράζωνε πλάι μας τόσον καιρό, αυτόν τον άγριο πλούτο τον πήρατε άραγε μυρωδιά χτες βράδυ; Και το νιώσατε άραγε πως κάποια μέρα θα είναι δικός μας και πάλι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου