Εκπληκτικό αφιέρωμα από το λαογράφο Γιώργο Πίττα! Αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο για τα πανηγύρια της Σάμου από το http://simadiatouaigaiou.wordpress.com
Στην Σάμο ο προορισμός μου ήταν ένα οικογενειακό πανηγυράκι στους Μυτιλινιούς, ένα πανέμορφο χωριό, που διατηρεί ακόμα την παλιά αίγλη απ’ το σημαντικό κεφαλοχώρι των επτά ενοριών, των πολλών καφενείων, μαγαζιών και των δυό εντυπωσιακών νεοκλασσικών σχολείων. Ο ιδιοκτήτης ενός από τα ελάχιστα οπορωπαντοπωλεία που απέμειναν σήμερα στο χωριό, ο Πολυκράτης Αλαγεωργίου, γιόρταζε τον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο και θα είχε σπίτι του καζάνι με τη “γιορτή”, ένα από τα σπάνια εδέσματα του Αιγαίου Πελάγους. Νωρίς το απόγευμα περάσαμε από το μαγαζί του για να δηλώσουμε την συμμετοχή μου στο πανηγύρι, παρέα με την Κούλα Καραμηνά, ποιήτρια και δημοσιογράφο και τον Χρήστο Αμοργιανό, τον παλιό δήμαρχο του χωριού, τους δυό πολύτιμους ξεναγούς μου, και ανακάλυψα ένα μαγικό χώρο που παρ’όλο που είχε όλα τα προϊόντα ενός σύγχρονου Σούπερ Μάρκετ επαρχίας, σε πήγαινε μισό αιώνα πίσω με την ατμόσφαιρά του, τα παλιακά εκθέματά του, και τα σακιά με τα όσπρια που τα έπαιρνες χύμα με την σέσουλα. Ενα υπέροχο μείγμα παλιομοδίτικου και σύγχρονου! Κάτι παρόμοιο ήταν και όλο το χωριό. Μονόροφες κατοικίες – αρκετές εγκαταλειμμένες – των αρχών του περασμένου αιώνα, στενοσόκακα χωρίς αυτοκίνητα, μιά πλατεία μ’έναν γεροπλάτανο και γύρω της γραφικά ταβερνάκια, αλλά και μηχανές εντούρο, τηλεοράσεις ΝOVA και εντυπωσιακά αγροτικά 4Χ4 παρκαρισμένα στη δημοσιά.. Μεταξύ της σούμας (μόνο στη Σάμο και τη Πάρο λένε έτσι τη ρακί) και των χορταστικών μεζέδων έγινε σε εντατικό βαθμό η εκπαίδευση μου. Ξεκινήσαμε με την ιστορία όπου και τι δεν έμαθα!
Η Σάμος, παρ’ όλη την ηρωική συμμετοχή της στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, δεν κατόρθωσε να συμπεριληφθεί στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος, ευρισκόμενη από το 1834 έως το 1912 σε ένα ημιαυτόνομο καθεστώς υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την ονομαζόμενη “Ηγεμονία”. Μετά το 1860 η Σάμος μπαίνει σε μιά περίοδο αστικής ανάπτυξης με κύρια χαρακτηριστικά την μεγάλη εμπορική και οικονομική πρόοδο. Οι εμπορικές συναλλαγές του νησιού με τα γειτονικά μικρασιατικά παράλια ήταν τόσες που κάποιες στιγμές θεωρήθηκε χωρίς υπερβολή ότι η Σάμος λειτουργούσε ως προάστειο της Σμύρνης. Κύρια δραστηριότητα τα καπνά – μέχρι και πούρα φτιάχνονταν την εποχή εκείνη – η αμπελουργία και η οινοποιία στο Βαθύ, αλλά και η επεξεργασία δερμάτων στο Καρλόβασι (γύρω στα τριάντα εργοστάσια, τα λεγόμενα ταμπάκικα). Μετά τους πρώτους Βαλκανικούς πολέμους το 1912 η Σάμος αποκτά την πολυπόθητη ελευθερία της και ενσωματώνεται στο Ελληνικό κράτος, αποκόπτεται όμως – ειδικά μετά την Μικρασιατική καταστροφή – από τα Ανατολικά παράλια, όπως άλλωστε και τα λοιπά νησιά του Βορείου Αιγαίου, και συναναστρέφεται πια μόνο με την Ελληνική επικράτεια. Από πλευράς διασκέδασης, στα πανηγύρια το ρεπερτόριο των χορών της εποχής είναι ο Σαμιώτικος, ο Πλατανιώτικος, ο Σμυρνιός ή πολίτικος, η Σούστα, ο Μπάλος, ο Καρπάθιος, ο Καλαματιανός ενώ και μετά την Μικρασιατική καταστροφή η Σαμιώτες διατηρούν στο ρεπερτόριό τους τα μικρασιατικά τραγούδια και τους αμανέδες (άλλωστε υποδέχθηκαν για μόνιμη εγκατάσταση πάνω από 15 χιλιάδες μικρασιάτες πρόσφυγες). Μέχρι την περίοδο του 1960 στα πανηγύρια μαζί με τους παλιούς χορούς, παίζονται και τα ευρωπαϊκά βάλς, ταγκό, φοξ-τροτ αλλά και ελαφρά τραγούδια, ρεμπέτικα και τσάμικα, που γίνονται γνωστά στο νησί από τα γραμμόφωνα στην αρχή και κατόπιν απο το ραδιόφωνο και τα πικάπ.
Ο τρόπος πληρωμής των οργάνων στα πανηγύρια ήταν η λεγόμενη “χαρτούρα” και τα “κολλήματα”. Χωρίς αυτά οι κομπανίες δεν παίζαν. Από το 1960 τα πανηγύρια άρχισαν να χάνουν την αίγλη τους. Οι λόγοι πολλοί. Κατ’ αρχή η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική: η μετακίνηση προς τα αστικά κέντρα του νησιού, την Αθήνα, αλλά και το εξωτερικό, μαζί με το κλίμα εγκατάλειψης της επαρχείας λόγω του Εμφύλιου Πολέμου που “ταλαιπώρησε” τους Σαμιώτες. Η δημιουργία κέντρων διασκέδασης που μετέφεραν τα γλέντια στις πόλεις. Η δημιουργία δρόμων διευκόλυναν την συγκοινωνία, αλλά θάμπωσαν τη λάμψη των πανηγυριών και την επί τριήμερο κοινή παραμονή των πανηγυριστών στους τόπους προσκυνήματος. Παλιά η πρόσβαση σ’ένα πανηγύρι ήταν μιά ιεροτελεστία, ενώ τώρα δεν διαφέρει σε τίποτα απο τη πρόσβαση σε ένα κέντρο διασκέδασης.
Η ενημέρωση των ξεναγών μου ήταν ένα μείγμα πίκρας για αυτά που χάνονται, αλλά και ελπίδας και αισιοδοξίας για τις πρωτοβουλίες των πολιτιστικών συλλόγων και ιδρυμάτων στα οποία βέβαια συμμετείχαν ενεργά.
Μεσάνυχτα και οι κουβέντες δεν λέγαν να σταματήσουν. Παρ’όλο που είχα χορτάσει από το φαί, το πιοτό αλλά κυρίως από διάθεση, καθώς είχα χαρεί και απολαύσει την εξαιρετική συζήτηση –έτσι συμβαίνει όταν συναντάς ανθρώπους που κατέχουν, πονούν και αγαπούν τον τόπο τους – και ένιωθα μιά πληρότητα και μια ζάλη, αρκετή για έναν μακάριο ύπνο, οδηγήθηκα σπίτι για την κατ’ οίκον μελέτη. Έπρεπε να μελετήσω μέχρι την επομένη το μεσημέρι, όλη την προταθείσα και παραχωρηθείσα βιβλιογραφία. Θα πέρναγα απο τεστ γνώσεων!
Το διάβασμα ξεκίνησε με τον Ε΄τόμο των “Σαμιακών” του Επαμεινώνδα Σταματιάδη που εκδόθηκε από το Ηγεμονικό Τυπογραφείο της Σάμου το 1887! Εδώ μαζί με τα ήθη και τα έθιμα περιγράφονται τα πανηγύρια, τα τραγούδια, οι χοροί αλλά και τα μουσικά όργανα της εποχής.
“… Και ούτοι μεν εισίν οι εν χρήσει παρά τοις Σαμίοις χοροί, παραλειπομένων των από τινός εισαχθέντων ευρωπαϊκών τοιούτων, χορεύονται δε, καθ’ α προείπομεν, ούτοι είτε μετά μουσικών οργανων, οίον βιολίων ή και ασκαύλου μονής, είτε άνευ τοιούτων, αλλ’ εν άσμασι…”
Στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα τη σκυτάλη της έρευνας παίρνει ο Νικολάος Δημητρίου και στο μνημειώδες πολύτομο έργο του, “Λαογραφικά της Σάμου”, περιγράφονται παραστατικότατα εξαιρετικά στιγμιότυπα από πανηγύρια :
“Aρκετός κι εφέτος κόσμος στο πανηγύρι του Σταυρού. Μα πόσοι ήσαν οι αληθινοί προσκυνηταί δεν ξέρω… Τα πρωτεία στον αριθμό τα είχαν οι οργανοπαίχτες. Έφταναν με συμπάθειο τους 40 και ήσαν χωρισμένοι, αν αγαπάτε, σε 10 ολόκληρες κομπανίες…Σε πολλούς χωρικούς προσκυνητο-διασκεδαστάς έκαμε εντύπωση ο χορός Τσάρλεστον τον οποίον παρωμοίασαν ούτοι με τον “ψωριάρικο” και με το “πως το τρίβουν το πιπέρι” (εφημ. Αιγαίον 1927).
Ο Ν. Δημητρίου σε άλλα κεφάλαια παρουσιάζει διεξοδικά μοναδικές λεπτομέριες :
“ Στους τραγουδιστικούς χορούς εύρισκαν την ευκαιρία οι κοπέλες και τα παλικάρια του χωριού, να εκφράζουν με δίστιχα τον έρωτά τους, τη χαρά τους ή τις πίκρες τους, τα βάσανα και τους καημούς του έρωτα και τις αντιδράσεις των γονιών τους. Τα δίστιχα, λέγονταν με διάλογο. Ένα η νέα, ένα ο νέος. Αν οι σχέσεις τους πήγαιναν καλά, ο διάλογος ήταν πλούσιος σε παινέματα. Άν υπήρχαν εμπόδια ή απιστίες, ήταν παραπονιάρικος. Δίνονταν υποσχέσεις, όρκοι, κατάρες απειλές και διακοπή σχέσεων. Τότε, ο διάλογος γινόταν με δίστιχα γεμάτα προσβολές και περιφρόνηση στην αρχή, και σιγά-σιγά, υβριστικά και χυδαία. Το πείσμα ήταν μεγάλο και φαρμακερό. Το κορίτσι έλεγε και έκλαιγε. Σιγά-σιγά τα κλάματα γενικεύονταν. Μαζί της κλαίγανε και τ’άλλα κορίτσια. Και ο χορός δεν έλεγε να σταματήσει”.
Τα “πεισματικά” τραγούδια – που τα έχουμε συναντήσει και στα Δωδεκάνησα – άλλοτε, διάβασα, ήταν αυτοσχέδια και αφορούσαν ιδιαιτερότητες κάθε ζευγαριού, πολλές φορες όμως ήταν προσχεδιασμένα και είχαν τυποποιημένη μορφή.
Ας παρακολουθήσουμε έναν διάλογο (Π-παλικάρι, Κ-κοπέλα) που ξεκινάει με κόσμιες δηλώσεις χωρισμού :
Κ “ Άδικα βασανίζεσαι, του κάκου τυραννιέσαι
δεν είμαι γώ για λόγου σου κι μη παραπονιέσαι”
Π Μ’ αρνήθηκες, σ’ αρνήθηκα, δεν θέλεις δε σε θέλω
πάνε να βρεις το ταίρι σου, κι εγώ άλληνε θέλω…”
για να καταλήξει μετά από πολλά δίστιχα σε μία κλιμάκωση επιθετικότητας:
K “ Ποιος είναι αυτός που τραγουδεί με τις πλατιές μανίκες
Και κάνουν οι αχείλες του σαν παπουτσουσφυρίχτρες”
Α “Γιά δες το βρωμοχόρταρο, της κοπριάς λουλούδι,
Ήρθε μπροστά μου να μου πει πεισματικό τραγούδι…”.
Σύμφωνα πάντα με τον ερευνητή, το έθιμο αυτό των τραγουδιστικών χορών από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα έπαψε να τηρείται και περιορίστηκε σε λίγους γάμους που γίνονται σύμφωνα με τα παραδοσιακά έθιμα, τραγουδώντας βέβαια τραγούδια μόνο παινετικά.
Η μελέτη μου ολοκληρώθηκε φυλλομετρώντας το εξαίρετο λεύκωμα «Σάμος 1862-1920, φωτογραφίες και καρτ-ποστάλ» του Ντίνου Κόγια που περιελάμβανε σπουδαίες φωτογραφίες της εποχής, μεταξύ των οποίων και τρεις για τις οποίες, μόλις τις αντίκρυσα σκέφθηκα ότι θα κινούσα ουρανό και γη προκειμένου να τις βρώ και να τις χρησιμοποιήσω στην έρευνά μου (παρ’ ότι τελικά ο συγγραφέας και κάτοχος του φωτογραφικού αρχείου ευγενέστατα όχι μόνο μου τις παραχώρησε αλλά στάθηκε εγκάρδιος αρωγός στην ερευνά μου).
Το άλλο μεσημέρι, ξενυχτισμένος από το διάβασμα αλλά και χαρούμενος για το πλούσιο υλικό που ανακάλυψα, αφού εξετάσθηκα με ικανοποιητικά αποτελέσματα, οδηγηθήκαμε στη κατοικία του Πολυκράκη για να παρακολουθήσω εξ’αρχής την παρασκευή της “γιορτής”.
Tα χαρακτηριστικά φαγητά των πανηγυριών της Σάμου είναι το “κισκέκι” για τα ανατολικά χωριά και η “γιορτή” για τα δυτικά. Και τα δύο αυτά φαγητά φτιάχνονται με τα ίδια υλικά, κρέας κυρίως κατσίκας, στάρι και κρεμμύδια. Στις νηστήσιμες μέρες αντί για κρέας και λίπος χρησιμοποιούσανε ρεβίδια κομμένα στη μέση και μπόλικο λάδι.
Η διαφορά των δυό πανηγυρικών φαγητών, του κισκεκιού από την γιορτή είναι ότι στο πρώτο το στάρι δεν μπαίνει χοντροκομμένο αλλά ολόκληρο και ξεφλουδισμένο, και ότι σε κάποια στιγμή τοποθετείται στο φούρνο. Πολλές φορές στο κισκέκι χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα τρία κρέατα, προβατίνα, χοιρινό και μοσχάρι. Πάντως η γεύση και των δύο είναι παραπλήσια, με κύριο χαρακτηριστικό το χυλώδες και μαστιχώδες του μείγματος.
Κατά τις δύο η ώρα μπήκε το κατσικίσιο κρέας, σε μεγάλα κομμάτια στο καζάνι γιά βράσιμο. Για δυό ώρες έβραζε και με μια κουτάλα ο μάγειρας το ξάφριζε, ώστε να φύγουν τα λίπη και οι βρωμιές. Σε δυό ώρες ρίχθηκαν τα κρεμμύδια κομμένα στα τέσσερα. Η αναλογία της γιορτής είναι μία δόση κρέας, μιά δόση κρεμμύδια και μία δόση χοντροκομμένο στάρι και η συγκεκριμμένη είχε 28 κιλά κρέας, 35 κρεμμύδια και 25 στάρι. Το βράσιμο βάστηξε μέχρι τα μεσάνυχτα, οπόταν το περιεχόμενο είχε γίνει ένας πολτός. Μόλις κρύωσε αφαιρέθηκαν τα κόκκαλα, που έπλεαν πια μεσ’ τον χυλό. Σ’όλη τη πρώτη φάση της προετοιμασίας της γιορτής γινόταν παράλληλα και η προετοιμασία του βραδινού φαγητού που θα ακολουθούσε την λειτουργία του εσπερινού.
Τα τραπέζια στήθηκαν και στη ψησταριά ψήνονταν, μπριζολάκια, σουβλάκια, λουκάνικα και πανσέτες, ενώ σε μια γωνιά είχαν στηθεί οι μικροφωνικές για το συγκρότημα των ερασιτεχνών μουσικών που θα διασκέδαζαν τους καλεσμένους.
Στο βάθος, στο χώρο του υπαίθριου μαγέρικου – εκεί που οι μαγείροι παρακολουθούσαν το βράσιμο του καζανιού – είχε στηθεί μιά “αντικάμαρα”, με ειδικό προσκαλεσμένο τον Μανόλη Λεβασιανό, τον τελευταίο εκπρόσωπο της Σαμιώτικης τσαμπούνας. Γεννημένος το 1953 στο Πάνω Βαθύ ξεκίνησε από τα δέκα του το όργανο μαθαίνοντας κοντά στον παπού και τον πατέρα του, με πολλά ερεθίσματα από τους παλιούς τσαμπουνιέρηδες του Βαθυού και του Παλιοκάστρου. Τον Μανόλη τον γνώριζα χρόνια γιατί συνήθως αυτός εκπροσωπούσε τη Σάμο στις ετήσιες Παγκυκλαδικές συναντήσεις των τσαμπουνιέρηδων και πάντα ξεχώριζε για το παίξιμό του. Η Σαμιώτικη τσαμπούνα, να εξηγήσουμε κατ’ αρχάς, διαφέρει απο τις άλλες του Αιγαίου γιατί έχει έξι τρύπες (πέντε και μία) ενώ των υπόλοιπων νησιών δέκα (πέντε και πέντε) και επί πλέον παίζεται μόνη της και δεν συνοδεύεται από τουμπάκι (Κυκλάδες) ή λύρα (Δωδεκάνησα).
“Στη μέση του χορού όρθιος στεκόταν ο τσαμπουνιέρης παίζοντας την τσαμπούνα. Χόρευαν συρτό και πηδηχτό. Ο καθένας που έσερνε το χορό (ήταν στο κάβο), άμα τελείωνε, έβαζε στο τσαρούχι του τσαμπουνιάρη μιά δυό δεκάρες…”, θυμήθηκα ότι σημείωνε ο Ν. Δημητρίου στο βιβλίο που μελετούσα χθες βράδυ.
Και ενώ η επίσημη ορχήστρα με μπουζούκι και βιολί έπαιζε τα δικά της, σύγχρονα τραγούδια, ο Μανόλης με τη τσαμπούνα του μας οδηγούσε στους παλιούς μουσικούς δρόμους. Κάποια στιγμή οι δυό μουσικές παρέες ταιριάξαν και απολαύσαμε εκτός των ζεϊμπέκικων σκοπών και κάποια χαρακτηριστικά σαμιώτικα τραγούδια, όπως την “Αγιοθοδωρήτισσα”, την “Σαμιώτισσα”, το “Πλατανιώτικο νερό”, που ξεσήκωσαν τον κόσμο για να χορέψει.
Το πρωί χαράματα ρίχθηκε το στάρι στο καζάνι και άρχισε η πιο επίπονη φάση του μαγειρέματος. Επί τρείς ώρες έπρεπε ο χυλός να περιστρέφεται ανελλιπώς, για να μήν κολήσει στο πυθμένα του καζανιού, αλλά και για να γίνει μιά συμπαγής μάζα. Το γύρισμα με ένα κορμό ξύλου απαιτεί δύναμη και αντοχή, καθώς πρέπει να περιστραφεί μια μάζα 150 κιλών, έργο που ανέλαβε μια επιτροπή ανδρών που άλλαζαν κατά βάρδιες. Κατά τις δέκα, η γιορτή ήταν έτοιμη και ο κόσμος άρχισε να καταφθάνει αφού εν τω μεταξύ είχε σχολάσει και η Θεία Λειτουργία. Όλοι τώρα περίμεναν τον παπά-Ανδρέα, καθότι ο παπάς πριν γίνει η διανομή της γιορτής, έπρεπε να ρίξει μέσα στο καζάνι λίγο αγιασμό που έχει προετοιμάσει μέσα στο Αγιο Βήμα την ώρα του όρθρου.
Τα παλιά τα χρόνια πολλοί ερχόνταν με τις “γαβάθες” τους και παίρναν τη γιορτή στο σπίτι για όλη την οικογένειά τους, άλλοι το τρώγαν στο σπιτικό του πανηγυρά, όπου ο παπάς έλεγε τον “ευλογητό” πριν αρχίσει το φαγοπότι. Στο τέλος του φαγητού έψαλναν διάφορα επίκαιρα με τη γιορτή τροπάρια και ενδιαμέσως “κροτάλιζαν” τα κουτάλια στα πιάτα, σύμφωνα με τα βυζαντινά έθιμα. Κατόπιν άρχιζε ο χορός και τα τραγούδια.
Ο παπα-Ανδρέας ευλόγισε την γιορτή και όλους τους μαγείρους, κρατώντας στα χέρια την εικόνα του Αγ. Ιωάννου που ασπάστηκαν ένας ένας παίρνωντας την ευλογία του.
Μετά άρχισε η μοιρασιά. Κάποια στιγμή είχα και γω μπροστά μου το πιάτο με τη γιορτή. Μιά μοναδικής ιδιαιτερότητας γεύση, ένα χορταστικό και πληθωρικό έδεσμα!
Ένα σημαντικό κενό μου στο γαστρονομικό κομμάτι των πανηγυριών είχε καλυφθεί. Μετά το κεσκέτσι στη Λέσβο είχα δοκιμάσει και παρακολουθήσει τη παρασκευή της Σαμιώτικης γιορτής. Η χαρά μου καθώς έκανα τον απολογισμό του ταξιδιού μου, ήταν ιδιαίτερη. Πόσο μάλλον που καθώς περιεργαζόμουνα τον ψηφιακό δίσκο “Σάμος – Παιγνίδια και παιγνιδιάτορες”, που μόλις μού είχε παραχωρήσει ο Τηλαύγης Δημητρίου, ο γιος του Νικολάου Δημητρίου, του οποίου τα βιβλία μελετούσα τα προηγούμενα βράδυα, ανακάλυψα έναν μικρό θησαυρό που μ’ εντυπωσίασε. Το Πνευματικό Ιδρυμα Σάμου “Νικόλαος Δημητρίου”, πρωτοπόρο στη συστηματική μελέτη του Σαμιώτικου Πολιτισμού, έχοντας αποδεχθεί την πρόταση ενός νεαρού Σαμιώτη, μουσικού και ταυτόχρονα ερευνητή, του Δημήτρη Ζαχαρίου, εξέδωσε ένα CD με ηχογραφήσεις με οτι γνησιότερο και αυθεντικότερο υπήρξε στην Σαμιώτικη παραδοσιακή μουσική. Τη μουσική που παίζαν στα πανηγύρια, στους γάμους και τις γιορτές. Έχοντας απο μικρό παιδί μαθητεύσει πλάι σε παλαίμαχους μουσικούς, έχοντας ηχογραφήσει πάνω απο 500 σκοπούς και μελετήσει τις πολιτιστικές και μουσικολογικές ιδιαιτερότητες του νησιού του, ο Δημήτρης παρουσίασε μιά σπουδαία έκδοση, πρότυπο για κάθε τόπο. Είχα στα χέρια μου άλλο ένα πολύτιμο εφόδιο γα την έρευνά μου. Ένα ακόμα λιθαράκι αισιοδοξίας. Ένα απτό δείγμα από τις μάχες και τις προσπάθειες που γίνονται στην περιφέρεια του Αιγαίου για να διασώσουν κομμάτια του πολιτισμού μας και που επιχειρούν να φωτίσουν τη σκοτεινιασμένη μας ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου