Το διαδίκτυο και η κινητή τηλεφωνία έδωσαν τη δυνατότητα στους καταπιεσμένους Αιγύπτιους, Τυνήσιους, Λίβυους και Σύρους να εκφράσουν την αγανάκτηση τους για τη διαφθορά των καθεστώτων που τους κυβερνούν, για την καταπάτηση της ελευθερίας, τη διασπάθιση του δημοσίου πλούτου και τον προκλητικά πολυτελή τρόπο ζωής ηγετών που υποτίθεται ότι κυβερνούν ή κυβερνούσαν στο όνομα του λαού για το λαό, ακολουθώντας υποτίθεται αντιδυτική ρητορική, αλλά σχεδόν πάντοτε εξυπηρετούσαν κάθε απαίτηση της Δύσης, έναντι βέβαια, κάθε είδους πλουσιοπάροχης ανταμοιβής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το καθεστώς Καντάφι στη Λιβύη, που ενώ έχει καταδικάσει το λαό στη φτώχεια και την υπανάπτυξη, οι υιοί Καντάφι θεωρούνται περιζήτητοι ζεν – πρεμιέ στα κοσμικά κέντρα της Μεσογείο, όπως το Μονακό και η Μύκονος.
Παλαιότερα, όταν υπήρχαν μόνον οι εφημερίδες, τα κάθε είδους αυταρχικά καθεστώτα, είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες να ελέγξουν ή και να κλείσουν εντελώς τις στρόφιγγες της πληροφόρησης. Αργότερα η τηλεόραση άλλαξε το τοπίο, η πραγματική επανάσταση ήρθε με το διαδίκτυο, την κινητή τηλεφωνία και τις δορυφορικές επικοινωνίες. Σήμερα η ενημέρωση γίνεται άμεσα και σε πραγματικό χρόνο, ενώ ο κάθε πολίτης με ένα κινητό τηλέφωνα ή ένα φορητό υπολογιστή με κάμερά, με ένα έξυπνο τηλέφωνο μπορεί να γίνει κομιστής εικόνας και πληροφορίας, επίκεντρο των γεγονότων και καταλύτης εξελίξεων. Αυτή η αίσθηση ότι οι πολιτικοί έχουν χάσει πλέον τον έλεγχο της πληροφόρησης και ότι ανά πάσα στιγμή είναι εκτεθειμένοι στα μάτια και την κρίση του κόσμου, τους φοβίζει και τους δυσαρεστεί. Περισσότερο δε, δυσαρεστεί εκείνους που θέλουν ή έχουν να κρύψουν κάτι, και ακόμη περισσότερο εκείνους τους υποκριτές πολιτικούς που ενώ διακηρύσσουν στον κόσμο την ανάγκη για “σπαρτιατική λιτότητα”, εκείνοι συνεχίζουν να διαβιούν πολυτελώς και προκλητικώς, γράφοντας εις τα παλαιότερα των υποδημάτων τους και τους πολίτες και εκείνους που πιστεύουν ότι οι πολιτικοί πρέπει να δίνουν το καλό παράδειγμα.
Η χρήση βεβαίως των νέων τεχνολογιών ενέχει και το σοβαρό κίνδυνο της παραβίασης των ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων, της συκοφαντίας και της διάχυσης ενός “λαϊκισμού της κλειδαρότρυπας” που πιθανόν να καταδυναστεύει τα πάντα και τους πάντες, τους πολιτικούς, τους πολίτες, και όλους όσους θέλουν να προστατεύσουν την ιδιωτική τους ζωή και τους ανθρώπους που ζουν κοντά τους. Η πολιτεία οφείλει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσει τον κάθε πολίτη, όχι μόνον τους πολιτικούς, από τους εκβιασμούς και τις συκοφαντίες που θα μπορούσαν να εξαπολυθούν από τα μέσα που προσφέρει η νέα τεχνολογία, και να τηρήσει τους νόμους και τη νομιμότητα.
Από την άλλη όμως οι πολιτικοί, και ιδιαίτερα εκείνοι που διακηρύσσουν υπερηφάνως ότι είναι υπέρ της δημοκρατίας, της διαφάνειας, της ελευθερίας και της βαρύγδουπα διατυπωμένης, κοινωνικής λογοδοσίας, που προσωπικά νομίζω ότι έχει περισσότερη σχέση με παλαιότερες και ολοκληρωτικές ιδέες περί “λαϊκών δικαστηρίων”, οφείλουν να γνωρίζουν ότι εφόσον διαβιούν αμειβόμενοι από το δημόσιο ταμείο και αφού οι αποφάσεις τους έχουν επιπτώσεις στη ζωή του κάθε πολίτη, πρέπει να δίνουν λογαριασμό, και για ότι λένε, και για ότι κάνουν και για ότι περιουσιακά στοιχεία αποκτούν κατά τη διάρκεια του πολιτικού τους βίου, αλλά και για όλες τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες που σχετίζονται ή θα μπορούσαν να σχετίζονται με τα προνόμια και τις δυνατότητες που τους παρέχουν τα αξιώματα και οι κυβερνητικές θέσεις. Εφόσον οι πολιτικοί αποφασίζουν να κατέλθουν στο δημόσιο βίο πρέπει να γνωρίζουν ότι ανά πάσα στιγμή βρίσκονται στο μικροσκόπιο του Τύπου και των πολιτών, και αντί να δυσανασχετούν θα πρέπει να είναι ειλικρινείς και ταπεινοί μπροστά στην καλόπιστη κριτική.
Οι μνήμες από την εποχή που κάποιες ελληνικές αυταρχικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν τις δυνάμεις ασφαλείας στους λοφίσκους των Αθηνών, για να γκρεμίσουν κεραίες και να πνίξουν τις φωνές της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, είναι ακόμη νωπές, όπως πολλοί είναι εκείνοι που θυμούνται λαϊκιστές υπουργούς να ζητούν την κατάρριψη δορυφόρων για να μην εκπέμπεται το “φερέφωνο του λαομίσητου” καπιταλισμού, το CNN, στην Ελλάδα. Είναι οι ίδιοι εκείνοι που ήθελαν να κρύψουν το γεγονός της πυρηνικής καταστροφής του Τσερνομπίλ και εκείνοι που διύλιζαν την ελεύθερη πληροφόρηση για τα σαρωτικά γεγονότα της κατάρρευσης του “υπαρκτού σοσιαλισμού” στην ανατολική Ευρώπη. Ακόμη δε αναρωτιέμαι, αν εκείνοι, που πιέζουν ασφυκτικά και για το παραμικρό, πολλά ελληνικά μέσα ενημέρωσης, εφημερίδες και δημοσιογράφους, θα τολμήσουν να καταδικάσουν έστω και τώρα της σφαγές του “συντρόφου” Άσαντ στη Συρία, ή τα αίσχη που έκαναν διάφορα μέλη της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στη Μέση Ανατολή και το Μαγκρέμπ. Φαίνεται ότι η κριτική προς τις δικτατορίες είναι επιλεκτική, αναλόγως με το ιδεολογικό τους κέλυφος, γιατί το περιεχόμενο είναι πάντα το ίδιο, φτώχεια, βία, αίμα και θάνατος.