πηγή: http://frikipaideia.wikia.com
Η Σάμος όπως και πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας παρουσιάζουν το δικό τους τοπικό ιδίωμα. Το λεξικό που χρησιμοποιείται στη Σάμο χρησιμοποιείται και και σε άλλες τοποθεσίες κυρίως στη βόρεια Ελλάδα.
Στο νησί λοίπον αυτό τρώνε τα φωνήεντα και αλλάζουν αρκετά τις λέξεις, προφέροντας τις κάπως έτσι π.χ. Πού τουνε παένς το κβα;
Αυτήν ακριβώς την έκφραση ένας οποιοσδήποτε άλλος έλληνας θα την πρόφερε: Πού τον πηγαίνεις τον κουβά; Επίσης οι Σαμιώτες/Σαμιώτισες έχουν έντονο το λι/νι σαν της Αμαλίας. Το -ε κυριαρχεί μετά τα άρθρα: να τονε/τουνε. να τηνε κτλ...Ωστόσο πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν η Σαμιακή προφορά η οποία βοηθάει πολύ στη προφορά των λέξεων!
Στο νησί λοίπον αυτό τρώνε τα φωνήεντα και αλλάζουν αρκετά τις λέξεις, προφέροντας τις κάπως έτσι π.χ. Πού τουνε παένς το κβα;
Αυτήν ακριβώς την έκφραση ένας οποιοσδήποτε άλλος έλληνας θα την πρόφερε: Πού τον πηγαίνεις τον κουβά; Επίσης οι Σαμιώτες/Σαμιώτισες έχουν έντονο το λι/νι σαν της Αμαλίας. Το -ε κυριαρχεί μετά τα άρθρα: να τονε/τουνε. να τηνε κτλ...Ωστόσο πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν η Σαμιακή προφορά η οποία βοηθάει πολύ στη προφορά των λέξεων!
Χαρακτηριστικές λέξεις Σαμιακού ιδιώματος οι οποίες απαντώντε στα χωριά του νησιού:
- μπατέρνω = γέρνω (γνώστη έκφραση: τον παίρνω και μπατέρνω),
- μπακράτσι = κουβάς,
- μπιστάω = κοπανάω κάτω νευριασμένος ,μπιστάω την μπάλα του μπάσκετ
- μπουτσινάρι = λάστιχο ποτίσματος, πέος, μακρύ αντικείμενο κτλ,
- αυδά/αυδανά = εδώ,
- σαδώ/σακεί/σαπάν/σακάτ/σαπέρα = τα 5 σημεία του ορίζοντα,
- ζίβα = σβήσε,
- μπουτουβάγια = πλημμύρα,
- τραβάκα = ταβάνι, σκεπή
- κουρκούδιαλος = κροκόδειλος
- αρμακάς = σωρός από πέτρες,
- τσουράπι = κάλτσα,
- μουμλίκ(ι) = ζώον/ούφο/βλαμμένο,
- τσούλι = χαλάκι της πόρτας,
- μπάστιο = βάρος στο στήθος/δύσπνοια,
- ατρούχιστος = άξεστος/χωρίς τρόπους,
- νταντί/νταντίκος = δύναμη/σφίχτης,
- ατούμπιανος/αντούβλιανος = μουμλίκι/ζώον,
- μπουτσκαρύδ(ι) = τρυφερό βλαστάρι,κουκουνάρι
- κουρκουμπίν(ι) = καρπός κυπαρισιού,
- καρναβίτσα = κάλος στα χεριά,
- σούϊλου = ο σωλήνας του νεροχύτη
- ντόλι = πράγμα (λολοντόλι= παλιοπράγμα - υποτιμητικά),
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου